-
1 ακάνθινος
ακάνθινος, -η, -οтерновый;ΦΡ.Этим.дргр. < άκανθα «шип, колючка, терновник». Словосочетание ακάνθινος στέφανος «терновый венец» относится к Новому Завету:και ενδιδύσκουσιν αυτόν πορφύραν και περιτιθέασιν αυτώ πλέξαντες ακάνθινον στέφανον (Μρ. 15, 17) — и одели Его в багряницу, и, сплетши терновый венец, возложили на Него (Мк.15, 17)
-
2 στέφανος
στέφανος ο1) венок;2) венец:ο στέφανος δόξας — венец славы;
ΦΡ.ακάνθινος στέφανος — терновый венец;3) епископская митраЭтим.дргр. < στέφω «окружать» < инд. steb «укреплять, содержать» -
3 ακάνθινος
η, ο[ν] с шипами, колючий;§ ακάνθινος στέφανος — терновый венок
-
4 ακανθινος
-
5 στέφανος
См. также в других словарях:
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek